![Picture](/uploads/1/4/4/6/144657935/fb-img-1666298492522_orig.jpg)
Τα πρώτα σχέδια του σημερινού περικαλλούς Ναού του Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού εγκρίνονται το 1891, σε αντικατάσταση του αρχικού, ιδιωτικού, μικρών διαστάσεων ναού, που είχε κηρυχθεί ενοριακός μόλις το 1885. Στη συνεδρίαση του Δημ.Συμβουλίου το Σάββατο 8/6/1891 έγινε δεκτή η αίτηση του Εκκλ. Συμβουλίου του Ναού περί επεκτάσεως του, και εγκρίθηκε "η εύρυνσις του". Τον Νοέμβριο του 1900 έγινε πρόταση από τους Επιτρόπους του Ναού να κτιστεί ο νέος Ναός σε άλλη θέση, αλλά οι ενορίτες με έγγραφο προς το Δήμο Αθηναίων ζήτησαν να κτιστεί έμπροσθεν του παλαιού. Νεότερα σχέδια διευρυμένου ναού, εγκρίθηκαν στην συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου στις 2 Δεκεμβρίου 1902, όταν και ξεκίνησε η ανέγερση του, με την επίβλεψη των μηχανικών της Τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου Αθηναίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τότε Μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος ο Β΄ (Οικονομίδης) δώρισε στον Ναό μια εικόνα του Αγίου Παντελεήμονος, ελαιογραφία σε ξύλο, με ασημένιο πουκάμισο στο κάτω αριστερά μέρος του οποίου αναγράφεται: "Δωρεά Μητροπολίτου Αθηνών Προκοπίου Β΄ 1900". Δυστυχώς η μέχρι σήμερα μελέτη αρχειακού υλικού δεν καταφερε να προσδιορίσει ποιός ήταν ο μηχανικός του έργου.
Ο Χρυσόστομος Θέμελης μαρτυρεί ότι ο νέος Ναός θεμελιώθηκε το 1901 και αποπερατώθηκε το 1936. Οι Εκκλ. Σύμβουλοι είχαν ξεκινήσει τις προσπάθειες ανεγέρσεως και για την εξεύρεση πόρων και υλικών αιτήθηκαν την άδεια διενέργειας εράνων, η οποία εγκρίθηκε από το Δημ. Συμβούλιο.
Η οικοδόμηση του Ναού είχε ολοκληρωθεί το 1925, αλλά την Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 1926 κατέπεσε η βορειοανατολική πλευρά του και μέρος του τρούλου του, χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν θύματα. Ετσι, ξεκίνησε από την αρχή η προσπάθεια ανοικοδόμησής του, η οποία κράτησε για πολλά χρόνια.
Συστήθηκαν ερανικές επιτροπές, διεξήχθησαν λαχειοφόρες αγορές και τοποθετήθηκαν κουμπαράδες εντός του Ναού. Η Αρχιεπισκοπή Αθηνών μάλιστα σε έκθεση πεπραγμένων που δημοσίευσε ανέφερε μεταξύ άλλων ότι μερίμνησε για την αποπεράτωση Ναών, συμπεριλαμβανομένου του ημετέρου. Ο Ναός, ο οποίος παρουσίαζε την όψη ενός «γιαπιού», στερεώθηκε τελικά το 1932 και η Πανήγυρις του Αγίου διεξήχθη στον μεγάλο Ναό.
Τον Ιούλιο του 1933, ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Θεοδ. Τουρκοβασίλης συνέστησε Επιτροπή για την παραλαβή των εκτελεστέων έργων ανεγέρσεως του Ναού, αποτελούμενη απο τους Γεωρ. Παπαθεοδώρου και Μιχ. Μαζαράκη, μηχανικούς του Υπουργείου. Ομως, η προσπάθεια αποπερατώσεως του τρούλου ήταν αδύνατη, και μέχρι τον Απρίλιο του 1936 παρέμενε σκεπασμένος με πρόχειρα ξύλινα στεγάσματα.
Η νέα Επιτροπεία απέστειλε έγγραφο προς τη Εταιρεία Τσιμέντων "Τιτάν", ζητώντας την συμπαράστασή της. Ετσι, τον Ιούλιο του 1936 με δωρεά 2 τόνων τσιμέντου ξεκίνησαν οι εργασίες αποκαταστάσεως του τρούλου, οι οποίες περατώθηκαν τον Οκτώβριο του ιδίου έτους. Ενα χρόνο αργότερα κτίστηκαν τα 2 καμπαναριά και εξωραϊστηκε ο Ναός.
Το Εκκλ. Συμβούλιο, υπο τη σεπτή καθοδήγηση του μακαριστού Αρχιμ. Σπυρίδωνος Σγουρόπουλου, εργάστηκε πυρετωδώς για την ετοιμασία της ευλογημένης εκείνης ημέρας των εγκαινίων του Ναού, τα οποία τελέστηκαν, με εντολή του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου (Φιλιππίδη), στις 16 Απριλίου 1939 (Κυριακή του Θωμά) από τον τότε Επίσκοπο Ταλαντίου και μετέπειτα Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα Α΄(Παπαγεωργίου).
Τον Μαϊο του 1952 έγινε η επίστρωση των επιχρισμάτων με την τεχνιξή του αρτιφισιέλ, στο εξωτερικό μέρος του Ναού, ενώ τον Δεκέμβριο του 1958 ξεκίνησε η κεράμωση του τρούλου.
![Picture](/uploads/1/4/4/6/144657935/page-0001_orig.jpg)
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του απλού σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου ναού, του οποίου η εγκάρσια κεραία απολήγει σε ημικυκλικές κόγχες κατά το πρότυπο του αθωνικού αρχιτεκτονικού τύπου. Οι εξωτερικές διαστάσεις του οικοδομήματος είναι 23.95Χ23.55μ..
Ανατολικά απολήγει σε ημικυκλική κόγχη η οποία φτάνει σε ύψος τα 12.75μ. και στεγάζεται με χαμηλότερη στέγη από εκείνη της σταυροειδούς στέγασης (14.70μ.), όπως και οι πλευρικές ημικυκλικές κόγχες (βόρεια και νότια). Τα ανοίγματα της κόγχης του ιερού βήματος είναι επτά μονόλοβα παράθυρα (πλάτους 1.00μ.) σε ύψος 8.55μ. από το έδαφος και τρία δίλοβα παράθυρα σε ύψος 4.15μ.
Σε κάθε πλευρά των εξωτερικών τοίχων των ανατολικών γωνιακών διαμερισμάτων ανοίγονται από δύο μονόλοβα παράθυρα (συνολικά τέσσερα), σε αντίστοιχα ύψη με τα παράθυρα της κεντρικής κόγχης, ενώ στους τοίχους των δυτικών γωνιακών διαμερισμάτων υπάρχουν δύο δίλοβα παράθυρα στην βόρεια και ένα στην νότια πλευρά αντίστοιχα.
Στην νότια πλευρά ο χώρος του διακονικού επικοινωνεί εξωτερικά με θύρα (3.90Χ1.00μ.). Τα ανοίγματα της βόρειας και νότιας κόγχης είναι επτά μονόλοβα παράθυρα σε ύψος 8.55μ και στο κέντρο θύρα (που φτάνει σε ύψος 3.90μ.).
Η στέγαση ακολουθεί το σταυροειδές σχήμα του ναού με δίριχτες στέγες από βυζαντινά κεραμίδια, σε κάθε κεραία του σταυρού. Το τύμπανο του τρούλλου φέρει δεκατέσσερα μονόλοβα ανοίγματα (σε ύψος 2.10μ. από την βάση του), ενώ εδράζεται σε οκτάγωνη βάση, η οποία εγγράφεται σε τετράγωνη τοιχοποιία (με εσωτερική πλευρά 6.60μ.) που στηρίζουν οι τέσσερεις κίονες του ναού. Ο τρούλλος εξωτερικά φτάνει σε ύψος 22.45μ. και εσωτερικά έχει ακτίνα 3.60μ.
Ο ναός δυτικά φέρει νάρθηκα με δίριχτη στέγαση. Στην πρόσοψη ανοίγονται τρία μονόλοβα παράθυρα εκ των οποίων το κεντρικό είναι μεγαλύτερο σε ύψος. Όλα τα παράθυρα του ναού κλείνονται με διαφράγματα διάτρητα με κύκλους.
Η είσοδος στον ναό γίνεται από δυτικά με τρεις αναβαθμούς που οδηγούν στο πρόπυλο. Το πρόπυλο του ναού, όπου ανοίγονται τρεις θύρες (4.40Χ1,75μ.), στηρίζουν κίονες με κορινθιακά κιονόκρανα που φέρουν διάκοσμο από φύλλα άκανθας και σταυρό. Η κιονοστοιχία πλαισιώνει την κεντρική είσοδο με δύο σειρές από δύο αράβδωτους κίονες με στυλοβάτη και μείωση καθ’ ύψος, εκατέρωθεν της θύρας.
Στα άκρα, βόρεια και νότια, εντοιχίζονται από δύο πεσσοί αντίστοιχα που φέρουν κιονόκρανα. Στα άκρα του νάρθηκα ενσωματώνονται κωδωνοστάσια με ένα μονόλοβο και ένα δίλοβο άνοιγμα σε κάθε πλευρά. Η πρόσβαση σε αυτά γίνεται από θύρες και κλιμακοστάσια που βρίσκονται στα άκρα του πρόπυλου. Τα κωδωνοστάσια φθάνουν σε ύψος 17.55μ και επιστέφονται με κιονοστήρικτη ημικυκλική σκεπή. Ο ναός είναι επιχρισμένος.
Εσωτερικά οι διαστάσεις του ιερού βήματος είναι 2.70Χ14.40μ. Η κόγχη του ιερού βήματος, όπως και οι κόγχες της βόρειας και νότιας πλευράς του κυρίως ναού, εσωτερικά έχουν ακτίνα 2.40μ.. Η πρόσβαση στο ιερό βήμα γίνεται από την Ωραία πύλη (1.20μ.) με τρεις ημικυκλικούς αναβαθμούς και τις θύρες της πρόθεσης και του διακονικού (0.80μ.).
Ο κεντρικός χώρος του κυρίως ναού που ορίζεται από τους τέσσερεις πεσσούς είναι τετράγωνος με πλευρά 6.60μ.. Ο τρούλλος έχει ακτίνα 3.60μ., και στηρίζεται μέσω των σφαιρικών τριγώνων σε τέσσερεις ισχυρούς πεσσούς σταυροειδούς διατομής Εσωτερικά στον όροφο του νάρθηκα διαμορφώνεται υπερώο - γυναικωνίτης (11Χ6.22μ.), στον οποίο η πρόσβαση γίνεται από ΒΔ με εσωτερική κυκλική κλίμακα.
Δρ. Παναγιώτα Κατωπόδη.
ΑΓΙΟΓΡΑΦΗΣΗ
Η πρώτη φάση της αγιογράφησης του Ναού έγινε το χρονικό διάστημα 1948-1951 και ανατέθηκε κατόπιν διαγωνισμού στον αγιογράφο Δημήτριο Καφή η εξιστόρηση της κόγχης, της μετώπης της και της αψίδας του Ιερού βήματος. Στη κόγχη δεσπόζει η Πλατυτέρα που περιβάλλεται στην αψίδα από εννέα μπούστα Στρατηλατών Αγίων. Στην αψίδα είναι ζωγραφισμένη και η σκηνή της Αναλήψεως, ενώ ιστορήθηκαν και τέσσερεις Ιεράρχες στο Ιερό Βήμα. Η επιχορήγηση των έργων έγινε από το Σωματείο «Χριστοφιλία» που είχε ιδρυθεί το 1948 και σκοπός του, μεταξύ άλλων, ήταν η οικονομική ενίσχυση των έργων του Ναού. Το σωματείο ανέλαβε και τα έξοδα της επικάλυψης του τεταρτοσφαίριου της Πλατυτέρας και το 1949 ολοκληρώθηκε η επικεράμωση της κόγχης του κεντρικού ιερού.
Τον Αύγουστο του 1954 επιτροπή καλλιτεχνών αποτελούμενη από τους Α. Ορλάνδο και Ε. Στίκα παρέλαβε το έργο των τεσσάρων Ιεράρχων στο Ιερό Βήμα ( Βασίλειος, Γρηγόριος, Χρυσόστομος και Ιάκωβος Αδελφόθεος), έργα του Δ. Καφή. Η ίδια επιτροπή παρέλαβε και τους Αγ.Μηνά και Μερκούριο το 1959. Το 1955 ανατέθηκε η αγιογράφηση της προθέσεως και των διακοσμητικών στοιχείων της κόγχης.
Το επόμενο χρονικό διάστημα ο υπόλοιπος Ναός στερούνταν αγιογραφήσεως. Τον Αύγουστο του 1964 το Σωματείο «Χριστοφιλία» ανέλαβε την χρηματοδότηση για την ιστόρηση 8 εικόνων άνωθεν της κόγχης του τέμπλου ( Ευαγγελισμός-Απ.Πέτρος και Παύλος-Αγ. Γεράσιμος και άλλοι τρείς Ιεράρχες). Ετσι, υποβλήθηκαν μακέττες από τους Δ. Κόκκινο, Α, Αβδελόπουλο και Δ. Καφή, και προκρίθηκε αυτή του Καφή.
Τον Νοέμβριο του 1964 η δωρήτρια Ολυμπία Παπαγιαννοπούλου ανέλαβε την χρηματοδότηση της αγιογράφησης του Παντοκράτορος και των 4 Ευαγγελιστών, με την προϋπόθεση το έργο να εκτελεστεί από τον αγιογράφο Δημ. Κόκκινο. Ο αγιογράφος φιλοτέχνησε τον Παντοκράτορα, το θέμα τοποθετήθηκε, αλλά το Συμβούλιο αποφάσισε μετά από χρόνια να το αντικαταστήσει γιατί ερχόταν σε αντίθεση με την τεχνοτροπία του υπολοίπου Ναού. Τον Νοέμβριο του 1970 ανατέθηκε στον Δ. Καφή η ιστόρηση του Ευαγγελισμού.
Η δεύτερη φάση αγιογραφήσεως ξεκινά το 1976. Το Εκκλ. Συμβούλιο στη συνεδρίασή του στις 17 Αυγούστου , αφού έλαβε υπόψιν τις προσφορές καλλιτεχνών για την αγιογράφηση του Ναού , επέλεξε τον αγιογράφο Γεώργιο Χοχλιδάκη, να ιστορίσει τα θέματα του Παντοκράτορος, των αγγελικών δυνάμεων, των προφητών, των δικαίων και των ευαγγελιστών.
Το 1977 φιλοτέχνησε τον Παντοκράτορα με τους αγγέλους και το 1978 έλαβε προκαταβολή για την αγιογράφηση της νοτίου πλευράς του Ναού. Τον Ιανουάριο του 1979 υπέβαλλε μακέτα για την αγιογράφηση της βορείου πλευράς, η οποία έγινε αποδεκτή, όπως και για την αγιογράφηση της δυτικής πλευράς, η οποία ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1985. Την αγιογράφηση της εισόδου και του προνάου του Ναού περάτωσε το 1988.
Ο ναός ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του απλού σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου ναού, του οποίου η εγκάρσια κεραία απολήγει σε ημικυκλικές κόγχες κατά το πρότυπο του αθωνικού αρχιτεκτονικού τύπου. Οι εξωτερικές διαστάσεις του οικοδομήματος είναι 23.95Χ23.55μ..
Ανατολικά απολήγει σε ημικυκλική κόγχη η οποία φτάνει σε ύψος τα 12.75μ. και στεγάζεται με χαμηλότερη στέγη από εκείνη της σταυροειδούς στέγασης (14.70μ.), όπως και οι πλευρικές ημικυκλικές κόγχες (βόρεια και νότια). Τα ανοίγματα της κόγχης του ιερού βήματος είναι επτά μονόλοβα παράθυρα (πλάτους 1.00μ.) σε ύψος 8.55μ. από το έδαφος και τρία δίλοβα παράθυρα σε ύψος 4.15μ.
Σε κάθε πλευρά των εξωτερικών τοίχων των ανατολικών γωνιακών διαμερισμάτων ανοίγονται από δύο μονόλοβα παράθυρα (συνολικά τέσσερα), σε αντίστοιχα ύψη με τα παράθυρα της κεντρικής κόγχης, ενώ στους τοίχους των δυτικών γωνιακών διαμερισμάτων υπάρχουν δύο δίλοβα παράθυρα στην βόρεια και ένα στην νότια πλευρά αντίστοιχα.
Στην νότια πλευρά ο χώρος του διακονικού επικοινωνεί εξωτερικά με θύρα (3.90Χ1.00μ.). Τα ανοίγματα της βόρειας και νότιας κόγχης είναι επτά μονόλοβα παράθυρα σε ύψος 8.55μ και στο κέντρο θύρα (που φτάνει σε ύψος 3.90μ.).
Η στέγαση ακολουθεί το σταυροειδές σχήμα του ναού με δίριχτες στέγες από βυζαντινά κεραμίδια, σε κάθε κεραία του σταυρού. Το τύμπανο του τρούλλου φέρει δεκατέσσερα μονόλοβα ανοίγματα (σε ύψος 2.10μ. από την βάση του), ενώ εδράζεται σε οκτάγωνη βάση, η οποία εγγράφεται σε τετράγωνη τοιχοποιία (με εσωτερική πλευρά 6.60μ.) που στηρίζουν οι τέσσερεις κίονες του ναού. Ο τρούλλος εξωτερικά φτάνει σε ύψος 22.45μ. και εσωτερικά έχει ακτίνα 3.60μ.
Ο ναός δυτικά φέρει νάρθηκα με δίριχτη στέγαση. Στην πρόσοψη ανοίγονται τρία μονόλοβα παράθυρα εκ των οποίων το κεντρικό είναι μεγαλύτερο σε ύψος. Όλα τα παράθυρα του ναού κλείνονται με διαφράγματα διάτρητα με κύκλους.
Η είσοδος στον ναό γίνεται από δυτικά με τρεις αναβαθμούς που οδηγούν στο πρόπυλο. Το πρόπυλο του ναού, όπου ανοίγονται τρεις θύρες (4.40Χ1,75μ.), στηρίζουν κίονες με κορινθιακά κιονόκρανα που φέρουν διάκοσμο από φύλλα άκανθας και σταυρό. Η κιονοστοιχία πλαισιώνει την κεντρική είσοδο με δύο σειρές από δύο αράβδωτους κίονες με στυλοβάτη και μείωση καθ’ ύψος, εκατέρωθεν της θύρας.
Στα άκρα, βόρεια και νότια, εντοιχίζονται από δύο πεσσοί αντίστοιχα που φέρουν κιονόκρανα. Στα άκρα του νάρθηκα ενσωματώνονται κωδωνοστάσια με ένα μονόλοβο και ένα δίλοβο άνοιγμα σε κάθε πλευρά. Η πρόσβαση σε αυτά γίνεται από θύρες και κλιμακοστάσια που βρίσκονται στα άκρα του πρόπυλου. Τα κωδωνοστάσια φθάνουν σε ύψος 17.55μ και επιστέφονται με κιονοστήρικτη ημικυκλική σκεπή. Ο ναός είναι επιχρισμένος.
Εσωτερικά οι διαστάσεις του ιερού βήματος είναι 2.70Χ14.40μ. Η κόγχη του ιερού βήματος, όπως και οι κόγχες της βόρειας και νότιας πλευράς του κυρίως ναού, εσωτερικά έχουν ακτίνα 2.40μ.. Η πρόσβαση στο ιερό βήμα γίνεται από την Ωραία πύλη (1.20μ.) με τρεις ημικυκλικούς αναβαθμούς και τις θύρες της πρόθεσης και του διακονικού (0.80μ.).
Ο κεντρικός χώρος του κυρίως ναού που ορίζεται από τους τέσσερεις πεσσούς είναι τετράγωνος με πλευρά 6.60μ.. Ο τρούλλος έχει ακτίνα 3.60μ., και στηρίζεται μέσω των σφαιρικών τριγώνων σε τέσσερεις ισχυρούς πεσσούς σταυροειδούς διατομής Εσωτερικά στον όροφο του νάρθηκα διαμορφώνεται υπερώο - γυναικωνίτης (11Χ6.22μ.), στον οποίο η πρόσβαση γίνεται από ΒΔ με εσωτερική κυκλική κλίμακα.
Δρ. Παναγιώτα Κατωπόδη.
ΑΓΙΟΓΡΑΦΗΣΗ
Η πρώτη φάση της αγιογράφησης του Ναού έγινε το χρονικό διάστημα 1948-1951 και ανατέθηκε κατόπιν διαγωνισμού στον αγιογράφο Δημήτριο Καφή η εξιστόρηση της κόγχης, της μετώπης της και της αψίδας του Ιερού βήματος. Στη κόγχη δεσπόζει η Πλατυτέρα που περιβάλλεται στην αψίδα από εννέα μπούστα Στρατηλατών Αγίων. Στην αψίδα είναι ζωγραφισμένη και η σκηνή της Αναλήψεως, ενώ ιστορήθηκαν και τέσσερεις Ιεράρχες στο Ιερό Βήμα. Η επιχορήγηση των έργων έγινε από το Σωματείο «Χριστοφιλία» που είχε ιδρυθεί το 1948 και σκοπός του, μεταξύ άλλων, ήταν η οικονομική ενίσχυση των έργων του Ναού. Το σωματείο ανέλαβε και τα έξοδα της επικάλυψης του τεταρτοσφαίριου της Πλατυτέρας και το 1949 ολοκληρώθηκε η επικεράμωση της κόγχης του κεντρικού ιερού.
Τον Αύγουστο του 1954 επιτροπή καλλιτεχνών αποτελούμενη από τους Α. Ορλάνδο και Ε. Στίκα παρέλαβε το έργο των τεσσάρων Ιεράρχων στο Ιερό Βήμα ( Βασίλειος, Γρηγόριος, Χρυσόστομος και Ιάκωβος Αδελφόθεος), έργα του Δ. Καφή. Η ίδια επιτροπή παρέλαβε και τους Αγ.Μηνά και Μερκούριο το 1959. Το 1955 ανατέθηκε η αγιογράφηση της προθέσεως και των διακοσμητικών στοιχείων της κόγχης.
Το επόμενο χρονικό διάστημα ο υπόλοιπος Ναός στερούνταν αγιογραφήσεως. Τον Αύγουστο του 1964 το Σωματείο «Χριστοφιλία» ανέλαβε την χρηματοδότηση για την ιστόρηση 8 εικόνων άνωθεν της κόγχης του τέμπλου ( Ευαγγελισμός-Απ.Πέτρος και Παύλος-Αγ. Γεράσιμος και άλλοι τρείς Ιεράρχες). Ετσι, υποβλήθηκαν μακέττες από τους Δ. Κόκκινο, Α, Αβδελόπουλο και Δ. Καφή, και προκρίθηκε αυτή του Καφή.
Τον Νοέμβριο του 1964 η δωρήτρια Ολυμπία Παπαγιαννοπούλου ανέλαβε την χρηματοδότηση της αγιογράφησης του Παντοκράτορος και των 4 Ευαγγελιστών, με την προϋπόθεση το έργο να εκτελεστεί από τον αγιογράφο Δημ. Κόκκινο. Ο αγιογράφος φιλοτέχνησε τον Παντοκράτορα, το θέμα τοποθετήθηκε, αλλά το Συμβούλιο αποφάσισε μετά από χρόνια να το αντικαταστήσει γιατί ερχόταν σε αντίθεση με την τεχνοτροπία του υπολοίπου Ναού. Τον Νοέμβριο του 1970 ανατέθηκε στον Δ. Καφή η ιστόρηση του Ευαγγελισμού.
Η δεύτερη φάση αγιογραφήσεως ξεκινά το 1976. Το Εκκλ. Συμβούλιο στη συνεδρίασή του στις 17 Αυγούστου , αφού έλαβε υπόψιν τις προσφορές καλλιτεχνών για την αγιογράφηση του Ναού , επέλεξε τον αγιογράφο Γεώργιο Χοχλιδάκη, να ιστορίσει τα θέματα του Παντοκράτορος, των αγγελικών δυνάμεων, των προφητών, των δικαίων και των ευαγγελιστών.
Το 1977 φιλοτέχνησε τον Παντοκράτορα με τους αγγέλους και το 1978 έλαβε προκαταβολή για την αγιογράφηση της νοτίου πλευράς του Ναού. Τον Ιανουάριο του 1979 υπέβαλλε μακέτα για την αγιογράφηση της βορείου πλευράς, η οποία έγινε αποδεκτή, όπως και για την αγιογράφηση της δυτικής πλευράς, η οποία ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1985. Την αγιογράφηση της εισόδου και του προνάου του Ναού περάτωσε το 1988.